- ἀπορροίας
- ἀπορροίᾱς , ἀπόρροιαeffluviafem acc plἀπορροίᾱς , ἀπόρροιαeffluviafem gen sg (attic doric aeolic)ἀπορροίᾱς , ἀπορρόηfem acc plἀπορροίᾱς , ἀπορρόηfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.